-
1 κατασκάπτω
II destroy utterly, raze to the ground,τὸ ἄστυ Hdt.7.156
;Τροίαν κ. βίᾳ S.Ph. 998
, cf. A.Ag. 525; ; ; (Teos, iv B.C.), cf. D.18.71; ;τὰ τείχη ἐς ἔδαφος Th. 4.109
, cf. Lys.12.40, Isoc. l.c., Arist.Ath.37.1;τὸν λιμένα Aeschin. 3.123
;τὰ θυσιαστήρια LXX 3 Ki.19.10
;τὴν οἰκίαν εἰς ἔδαφος Plu.Publ. 10
, etc.:—[voice] Pass.,ϝοικία κατασκαπτέσθω Berl.Sitzb.1927.8
([dialect] Locr., v B.C.);τὰ οἱκία οἱ κατεσκάφη Hdt.6.72
;πατρῴα ἑστία κατεσκάφη E. Hec.22
;τὰ κατεσκαμμένα ἀναστήσω LXXAm.9.11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασκάπτω
См. также в других словарях:
κατασκάπτω — (AM κατασκάπτω) 1.σκάβω βαθιά («κατασκάψαντα ἐπὶ θάτερα τῆς ἀμπέλου περικαθᾱραι πάσας τὰς ῥίζας», Θεόφρ.) 2. γκρεμίζω, ξεθεμελιώνω, ρημάζω από τα θεμέλια («κατασκάψω δόμους καινῶν τυράννων», Ευρ.) … Dictionary of Greek